Για την Πολωνία και τη Γαλλία το 2010 είναι έτος Σοπέν. Διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, ο Σοπέν, εν μέρει ρομαντικός, εν μέρει κλασσικός, εν μέρει Πολωνός , εν μέρει Γάλλος, είναι ο Ευρωπαίος συνθέτης που για πολλούς μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής, καθισμένος στο πιάνο του, σαν ένας μάντης χαμένος στις σκέψεις του. Οι Γάλλοι τον θέλουν στο Πάνθεον, οι Πολωνοί τον κρατούν στην εκκλησία La Sainte –Croix στη Βαρσοβία.
Ας ανακαλύψουμε και πάλι τον Σοπέν. Ναι, ναι, σήμερα. Στην εποχή των ασφυκτικών μητροπόλεων, της μουσικοποικιλότητας, της καταχειροκροτούμενης μετριότητας, του ex factor και της ωφελιμιστικής επιστροφής σε ιερά τέρατα, όπως ο Καζαντζίδης, ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης. Στην εποχή της νεανικής χιπ-χοπ, της γκετοποιημένης ραπ, των αραβικών μπλουζ, των σαγηνευτικών ήχων της Ανατολής και των εφήμερων μουσικών ακουσμάτων. Ναι, εμείς επιστρέφουμε στον Σοπέν, 200 χρόνια από τη γέννησή του, τη στιγμή ακριβώς που η άλλη Ευρώπη πλαγιάζει πλάι του, σαν να θέλει να εξιλεωθεί ανάμεσα στις μπαλάντες του, τη μουσική δωματίου, τη Σονάτα για Βιολοντσέλο, την Tristesse.
Σοπέν δια χειρός Ντελακρουά
Ο Σοπέν στον θάνατο του φίλου του Φραντς Λιστ γράφει: «Οποια και να ’ναι η δημοτικότητα των έργων του, οφείλουμε να εικάσουμε πως η αιωνιότητα και η υστεροφημία θα εκτιμήσουν τα μουσικά του δημιουργήματα πολύ περισσότερο από τη σημερινή αποδοχή». Ετσι έγινε. Και ήταν ο Λιστ αυτός που πίστευε με τη σειρά του στη δυναμική μουσική παρουσία του Σοπέν, σ’ αυτές τις νότες που στ’ αυτιά του έμοιαζαν με κύματα, μια μουσική απλή, αέρινη, το περίφημο rubato. Στο σπίτι του Φραντς Λιστ, ο Σοπέν γνωρίζει την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη. Ο μεγάλος έρωτας. Η πρώτη γνωριμία με την εκκεντρική για την εποχή της συγγραφέα του προκαλεί αρνητική εντύπωση και μάλιστα σχολιάζει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Όμως, ο έρωτας είναι πιο δυνατός και τον οδηγεί σε μια δημιουργική, αλλά βασανιστική σχέση, μια σχέση παρανομίας που τελικά καταλήγει στον χωρισμό, το 1847. Ο Σοπέν πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, το 1849, στο Παρίσι, στην πλατεία Βαντόμ. Ήταν μόλις 39 χρόνων και είχε υποκύψει στη φυματίωση.
Ο εορτασμός των 200 χρόνων από τη γέννηση του Σοπέν προκαλεί παροξυσμικές αντιδράσεις σε Γαλλία και Πολωνία, απ’ όπου και η καταγωγή του. Ο Alain Duault, γενικός επίτροπος του «Έτους Σοπέν 2010» –σημειώνει το περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» – ζήτησε να ανοίξουν γι’ αυτόν οι πύλες του Πάνθεον στο Παρίσι. Το Παρίσι, που με τη βοήθεια του ημι-εθνικού καλλιτέχνη (ο Σοπέν έχει και γαλλική καταγωγή) ελπίζει να ξεπεράσει την «αγωνία» για την πτώση της δημοτικότητας του Σαρκοζί, τον φόβο του για την αυξανομένη οικονομική αυστηρότητα της υπουργού Οικονομικών Κρ. Λαγκάρντ και το θριαμβευτικό στυλ του Ντομινίκ Στρος Καν που ετοιμάζεται να καταβροχθίσει τον Σαρκό! Ο Ευγένιος Ντελακρουά έλεγε ότι ο Σοπέν ήταν ο πιο αληθινός καλλιτέχνης που είχε ποτέ συναντήσει. Ενας πιανίστας κλεισμένος στον εαυτό του, εκλεπτυσμένος, που ελάχιστα τον ένοιαζε να παίζει μπροστά στο κοινό. Ηταν κλασικός συνθέτης, τόσο στο πνεύμα όσο και στη συμπεριφορά, αλλά συγχρόνως έμοιαζε δυνατός και γλυκός, έπαιζε Μπαχ κάθε μέρα και δεν δέχθηκε να δώσει συγκεκριμένα ονόματα στα έργα του, προτιμώντας τα Βαλς, Πρελούδιο, Μελέτη…
Ο Φέλιξ Μέντελσον είπε κάποτε ότι βρέθηκε μπροστά σε έναν ολοκληρωμένο μουσικό, όχι έναν ντεμι-βιρτουόζο, όχι έναν ντεμι-κλασικό που θα μπορούσε να βρει στη μουσική τις αξίες της αρετής και ταυτοχρόνως την απόλαυση της διαφθοράς. «Του βγάζω το καπέλο», φώναξε στη μέση μιας συναυλίας ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Εκτόρ Μπερλιόζ είπε το αυτονόητο: ο Σοπέν ήταν εξ αρχής ετοιμοθάνατος! Ο φιλόσοφος Σιοράν συχνά τόνιζε την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του Πολωνού συνθέτη, λέγοντας: «Ο Σοπέν προώθησε το πιάνο στα όρια της φυματίωσης». Αλλά ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν στεκόταν εκεί, περιέγραφε τα συναισθήματα που του αποκάλυπτε η μουσική του: «Έχοντας παίξει Σοπέν, αισθάνομαι σαν να είχα ζήσει λάθη που δεν έκανα και σαν να είχα κλάψει για τραγωδίες που δεν έζησα».
Τομας Μαν
Ο Τόμας Μαν έβλεπε την εικόνα του στο πιάνο. Το σμίξιμο των φρυδιών, τις συσπάσεις του προσώπου. Την έξαψη που τον πρόδιδε, φτάνοντας βαθιά στις ρίζες των μαλλιών του. «Μου θυμίζει Σέλεϊ», έλεγε ο διάσημος συγγραφέας. «Αυτή η περίεργη παραίτηση, το απρόσιτο άρωμα ύπαρξης, η άρνηση της υλικής εμπειρίας, η έξοχη αιμομιξία της τέχνης, που είναι ταυτόχρονα ντελικάτη και θελκτική».
Ο Σοπέν στη συλλογική φαντασία συμβολίζει τον Ρομαντισμό. Η ίδια του η ύπαρξη συνεισέφερε σ’ αυτό: ένας πατριωτισμός που τον δυσχέραναν οι αναταράξεις της Ιστορίας, μια φύση διακριτική και ανικανοποίητη, μια καχεκτικότητα που οφειλόταν στην αρρώστια του και στις πληγές της ψυχής.
Ας ανακαλύψουμε και πάλι τον Σοπέν. Ναι, ναι, σήμερα. Στην εποχή των ασφυκτικών μητροπόλεων, της μουσικοποικιλότητας, της καταχειροκροτούμενης μετριότητας, του ex factor και της ωφελιμιστικής επιστροφής σε ιερά τέρατα, όπως ο Καζαντζίδης, ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης. Στην εποχή της νεανικής χιπ-χοπ, της γκετοποιημένης ραπ, των αραβικών μπλουζ, των σαγηνευτικών ήχων της Ανατολής και των εφήμερων μουσικών ακουσμάτων. Ναι, εμείς επιστρέφουμε στον Σοπέν, 200 χρόνια από τη γέννησή του, τη στιγμή ακριβώς που η άλλη Ευρώπη πλαγιάζει πλάι του, σαν να θέλει να εξιλεωθεί ανάμεσα στις μπαλάντες του, τη μουσική δωματίου, τη Σονάτα για Βιολοντσέλο, την Tristesse.
Σοπέν δια χειρός Ντελακρουά
Ο Σοπέν στον θάνατο του φίλου του Φραντς Λιστ γράφει: «Οποια και να ’ναι η δημοτικότητα των έργων του, οφείλουμε να εικάσουμε πως η αιωνιότητα και η υστεροφημία θα εκτιμήσουν τα μουσικά του δημιουργήματα πολύ περισσότερο από τη σημερινή αποδοχή». Ετσι έγινε. Και ήταν ο Λιστ αυτός που πίστευε με τη σειρά του στη δυναμική μουσική παρουσία του Σοπέν, σ’ αυτές τις νότες που στ’ αυτιά του έμοιαζαν με κύματα, μια μουσική απλή, αέρινη, το περίφημο rubato. Στο σπίτι του Φραντς Λιστ, ο Σοπέν γνωρίζει την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη. Ο μεγάλος έρωτας. Η πρώτη γνωριμία με την εκκεντρική για την εποχή της συγγραφέα του προκαλεί αρνητική εντύπωση και μάλιστα σχολιάζει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Όμως, ο έρωτας είναι πιο δυνατός και τον οδηγεί σε μια δημιουργική, αλλά βασανιστική σχέση, μια σχέση παρανομίας που τελικά καταλήγει στον χωρισμό, το 1847. Ο Σοπέν πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, το 1849, στο Παρίσι, στην πλατεία Βαντόμ. Ήταν μόλις 39 χρόνων και είχε υποκύψει στη φυματίωση.
Ο εορτασμός των 200 χρόνων από τη γέννηση του Σοπέν προκαλεί παροξυσμικές αντιδράσεις σε Γαλλία και Πολωνία, απ’ όπου και η καταγωγή του. Ο Alain Duault, γενικός επίτροπος του «Έτους Σοπέν 2010» –σημειώνει το περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» – ζήτησε να ανοίξουν γι’ αυτόν οι πύλες του Πάνθεον στο Παρίσι. Το Παρίσι, που με τη βοήθεια του ημι-εθνικού καλλιτέχνη (ο Σοπέν έχει και γαλλική καταγωγή) ελπίζει να ξεπεράσει την «αγωνία» για την πτώση της δημοτικότητας του Σαρκοζί, τον φόβο του για την αυξανομένη οικονομική αυστηρότητα της υπουργού Οικονομικών Κρ. Λαγκάρντ και το θριαμβευτικό στυλ του Ντομινίκ Στρος Καν που ετοιμάζεται να καταβροχθίσει τον Σαρκό! Ο Ευγένιος Ντελακρουά έλεγε ότι ο Σοπέν ήταν ο πιο αληθινός καλλιτέχνης που είχε ποτέ συναντήσει. Ενας πιανίστας κλεισμένος στον εαυτό του, εκλεπτυσμένος, που ελάχιστα τον ένοιαζε να παίζει μπροστά στο κοινό. Ηταν κλασικός συνθέτης, τόσο στο πνεύμα όσο και στη συμπεριφορά, αλλά συγχρόνως έμοιαζε δυνατός και γλυκός, έπαιζε Μπαχ κάθε μέρα και δεν δέχθηκε να δώσει συγκεκριμένα ονόματα στα έργα του, προτιμώντας τα Βαλς, Πρελούδιο, Μελέτη…
Ο Φέλιξ Μέντελσον είπε κάποτε ότι βρέθηκε μπροστά σε έναν ολοκληρωμένο μουσικό, όχι έναν ντεμι-βιρτουόζο, όχι έναν ντεμι-κλασικό που θα μπορούσε να βρει στη μουσική τις αξίες της αρετής και ταυτοχρόνως την απόλαυση της διαφθοράς. «Του βγάζω το καπέλο», φώναξε στη μέση μιας συναυλίας ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Εκτόρ Μπερλιόζ είπε το αυτονόητο: ο Σοπέν ήταν εξ αρχής ετοιμοθάνατος! Ο φιλόσοφος Σιοράν συχνά τόνιζε την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του Πολωνού συνθέτη, λέγοντας: «Ο Σοπέν προώθησε το πιάνο στα όρια της φυματίωσης». Αλλά ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν στεκόταν εκεί, περιέγραφε τα συναισθήματα που του αποκάλυπτε η μουσική του: «Έχοντας παίξει Σοπέν, αισθάνομαι σαν να είχα ζήσει λάθη που δεν έκανα και σαν να είχα κλάψει για τραγωδίες που δεν έζησα».
Τομας Μαν
Ο Τόμας Μαν έβλεπε την εικόνα του στο πιάνο. Το σμίξιμο των φρυδιών, τις συσπάσεις του προσώπου. Την έξαψη που τον πρόδιδε, φτάνοντας βαθιά στις ρίζες των μαλλιών του. «Μου θυμίζει Σέλεϊ», έλεγε ο διάσημος συγγραφέας. «Αυτή η περίεργη παραίτηση, το απρόσιτο άρωμα ύπαρξης, η άρνηση της υλικής εμπειρίας, η έξοχη αιμομιξία της τέχνης, που είναι ταυτόχρονα ντελικάτη και θελκτική».
Ο Σοπέν στη συλλογική φαντασία συμβολίζει τον Ρομαντισμό. Η ίδια του η ύπαρξη συνεισέφερε σ’ αυτό: ένας πατριωτισμός που τον δυσχέραναν οι αναταράξεις της Ιστορίας, μια φύση διακριτική και ανικανοποίητη, μια καχεκτικότητα που οφειλόταν στην αρρώστια του και στις πληγές της ψυχής.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή 28, 2,2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου